- χιλιόφυλλος
- χιλιόφυλλοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χιλιόφυλλος — ο, ΝΑ, και χιλιόφυλλο, το, Ν 1. το φυτό αχίλλεια 2. το φυτό πολύγονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + φυλλος (< φύλλον), πρβλ. ἑπτά φυλλος, πεντά φυλλος] … Dictionary of Greek
χιλιόφυλλον — χιλιόφυλλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιώτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. στρατιωτίνα Ν θηλ. στρατιῶτις, ώτιδος, ΜΑ απλός πολίτης που υπηρετεί στον Στρατό Ξηράς νεοελλ. 1. (ειδικά) α) οπλίτης που δεν έχει κανένα βαθμό β) (με ευρεία έννοια) κάθε μέλος τού στρατού με οποιονδήποτε βαθμό, ο στρατιωτικός 2.… … Dictionary of Greek
χιλι(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό χίλιοι και δηλώνει ότι κάτι αποτελείται, περιλαμβάνει, περιέχει χίλιες φορές αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. χιλιο δύναμις, χιλιό πους) ή ότι κάτι… … Dictionary of Greek